ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΩΤΣΟΣ
ΡΕΝΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ - 4 ΜΑΙΟΥ 2012
ΧΩΡΟΣ 18
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η ΠΙΣΩ ΟΨΗ
Όταν τελείωσε η bienale της Αθήνας Μονόδρομος, έπρεπε να απομακρύνω τα έργα μου. Ξεκολλώντας από το τοίχο του χώρου το έργο Φωτοτυπίες 2011, που διαπραγματευόταν τη σχέση των σημειωμένων στο τοίχο, από τους υπαλλήλους της Πολεοδομίας, τηλεφώνων με τα φωτοτυπημένα τηλέφωνα που έγραφα στη τύχη, εμφανίστηκε η πίσω όψη.
Η πίσω όψη είναι η όψη που δεν υπάρχει γιατί δεν τη βλέπει κανείς ποτέ, είναι χαμένη και καταργημένη από τη στιγμή που εμφανίζεται.
Σε αυτό το έργο οι δύο όψεις, η πρόσθια και η πίσω, παρουσιάζονται αμφίπλευρα πάνω σε μια επιφάνεια plexiglass στημένη στο κέντρο του εκθεσιακού χώρου.
Παράλληλα παρουσιάζονται τα αποτοιχισμένα τηλέφωνα της Πολεοδομίας και τα γραμμένα πάνω σε επιφάνειες τοίχου τηλέφωνα, που χρησιμοποιήθηκαν για τις φωτοτυπίες του έργου.
KOSTAS VAROTSOS
RENA PAPASPYROU
5th APRIL - 4th MAY 2012
CHOROS 18
THESSALONIKI
THE BACK SIDE
When the 2nd Athens Biennale, Monodrome, was completed, i had to remove my installation. The installation Photocopies 2011 , was negotiating the relationship of the marked by telephone numbers wall from the staff of Urban Planning Serrvice with the photocopied numbers that i was writing randomly. During the dismantling from the existing wall of the space, the back side was appeared.
The back side is the side which does not exist because no one ever sees, is lost and superseded by the time it occurs.
In this installation both sides, the front and back, are presented bilaterally on a plexiglass surface placed in the center of the exhibition space.
At the same time the detached pieces of wall with the telephone numbers, from the Urban Planning Service and the similar on wall surfaces telephone numbers that were used for the photocopies of the installation are presented in the exhibition space.
The back side, photocopies, detached wall surfaces, plexiglass, 235x75 cm
2. Η πίσω όψη και δεξιά στο βάθος έργο του Κώστα Βαρώτσου
The back side and on the right Kostas Varotsos' sculpture
3. Η πίσω όψη, λεπτομέρεια
The back side, detail
4 ως 5. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα
4 to 5. The back side, the front side with the telephone numbers
6. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα, λεπτομέρεια
The back side, the front side with the telephone numbers, detail
7. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα
The back side, the front side with the telephone numbers
8. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα και στοιχεία από φωτοτυπημένα τηλέφωνα. Δεξιά και αριστερά, έργα του Κώστα Βαρώτσου
8. The back side, the front side with the telephone numbers and elements of photocopied telephone numbers. On the right and left, Kostas Varotsos' sculptures
9. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα και στοιχεία από φωτοτυπημένα τηλέφωνα
The back side, the front side with the telephone numbers and elements of photocopied telephone numbers
10.
11. H πίσω όψη, και στοιχεία από φωτοτυπημένα τηλέφωνα. Στο βάθος και δεξιά έργα του Κώστα Βαρώτσου
The back side, and elements of photocopied telephone numbers. In depth and on the right, Kostas Varotsos' sculptures
12. Αποτοιχισμένα τεμάχια σοβά, γραμμένα με τηλέφωνα
Detached pieces of wall, written with telephone numbers
13. Η πίσω όψη
The back side
14. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα και στοιχεία από φωτοτυπημένα τηλέφωνα
15. H πίσω όψη, και στοιχεία από φωτοτυπημένα τηλέφωνα. Δεξιά έργο του Κώστα Βαρώτσου
The back side, and elements of photocopied telephone numbers. On the right, Kostas Varotsos' sculptures
16. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα, λεπτομερεία
The back side, the front side with the telephone numbers, detail
17. H πίσω όψη, λεπτομερεία
The back side, detail
18. H πίσω όψη, η μπροστινή όψη με τα τηλέφωνα, λεπτομερεία
The back side, the front side with the telephone numbers, detail
19. Από αριστερά προς τα δεξιά, Δημήτρης Ξόνογλου, Ρένα Παπασπύρου, Κώτσας Βαρώτσος
From left to right, Dimitris Ksonoglou, Rena Papaspyrou, Kostas Varotsos
Recall
Στο έργο της Ρένας Παπασπύρου απαντά ένα πυκνό δίκτυο από διασταυρούμενους συσχετισμούς εικόνων και μια αφθονία αναφορών που επανέρχονται σε ατέρμονους κύκλους. Για να εκτιμήσει κανείς επαρκώς το σύνολο του έργου αυτού, θα όφειλε μάλλον να επιδοθεί σ’ ένα συνεχές πήγαιν’ έλα κατά μήκος του χρόνου, σε μια σειρά χρονολογικών αλμάτων, αναδρομών και οπισθοδρομήσεων, σε ένα είδος κινηματογραφικού παράλληλου μοντάζ. Με το βλέμμα προσηλωμένο σε σκόρπιες λεπτομέρειες, συλλέγοντας εγκαταλειμμένα απομεινάρια υλικών (αποκόμματα χαρτιού, θραύσματα μετάλλου, κτλ.) και σπαράγματα λιθοδομών, παραποιώντας φωτοτυπίες, η Παπασπύρου δημιουργεί λεπτολογικές συνθέσεις, μικροτοπιογραφίες όπου εκτυλίσσεται ένα εικαστικό μυστήριο, γεμάτες από εικόνες προς ανακάλυψη, με ένα ασυνήθιστο, ανοίκειο σχεδόν βάθος πεδίου.
Κυριολεξία και σύμβολο συναρμόζονται απόκομμα το απόκομμα και ρίχνονται σε ένα μίγμα δίχως την παραμικρή ιεράρχηση, ένα μίγμα όπου τα υλικά παρουσιάζονται ως υλικά ενώ η ταυτολογία αυτή συγχρόνως υπονομεύεται και αναιρείται.
Το σύνθετο έργο της Παπασπύρου μπορεί σαφώς να ιδωθεί ως ένα τεκμήριο για το πέρασμα του χρόνου, μια έμμονη πραγμάτευση της ύλης, του εφήμερου και της εμπεδωμένης στον χρόνο εμπειρίας, ενώ υπάρχει πάντοτε το δελεαστικό ενδεχόμενο μιας αλληγορικής ανάγνωσης των ‘αντεστραμμένων’ εικόνων της. Εντούτοις, ο θεατής που έχει τη διάθεση να εμβαθύνει, διαπιστώνει πως, στην πραγματικότητα, αυτού του είδους οι ερμηνείες είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας σε σύγκριση με το στοιχείο της επανάληψης που χαρακτηρίζει την πρακτική της.
Η τελευταία δουλειά της Ρένας Παπασπύρου πλάθει ένα ρευστό τοπίο πιθανών αναγνώσεων και συσχετισμών όπου η γραφή γίνεται σχέδιο και το σχέδιο μεταλλάσσεται σε μια διαδικασία υποθέσεων και προβολής συμπερασμάτων.
Τον τόνο της έκθεσης δίνει μια κολώνα από πλεξιγκλάς ψηλή ώς το ταβάνι: φέρει συνθέσεις από φωτοτυπικά αποκόμματα που απεικονίζουν με τη σειρά τους κομμάτια τοίχων (από τα παλιά γραφεία της πολεοδομίας), στα οποία αναγράφονται πραγματικοί και επινοημένοι αριθμοί τηλεφώνου με τον γραφικό χαρακτήρα της ίδιας της Παπασπύρου. Η δύναμη του έργου προκύπτει από τις διακυμάνσεις που παρουσιάζει η πυκνότητα των επικολλημένων φωτοτυπιών κατά μήκος της κολώνας. Η πληροφορία τοποθετείται αραιότερα προς την κορυφή της, για να πυκνώσει κατόπιν σταδιακά και διακριτικά προς το μέσον και στις άκρες των τεσσάρων γωνιών της. Η συστηματική αυτή υπερσυγκέντρωση αποτελεί αφετηρία μιας διαδικασίας όπου το ερέθισμα για επικοινωνία συνυπάρχει επιτυχώς με την ίδια τη ματαίωσή του και, συνεπώς, με την αδυναμία επικοινωνίας: ονόματα και αριθμοί ‘τρέχουν’ σε τέτοια εγγύτητα και σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης ώστε η πληροφορία που περιέχουν να ακυρώνεται. Συγχρόνως, εξαιτίας των τόσων αναφωτοτυπήσεων που προηγήθηκαν των τελικών εικόνων στο έργο, κάποια από τα χρώματα δίνουν στο χαρτί έναν παραπλανητικά αισθησιακό χαρακτήρα. Αντί, ωστόσο, να δίνει την εντύπωση μιας μνημειακής βαρύτητας, το διπλής όψεως αυτό προπέτασμα εγγράφεται στον εκθεσιακό χώρο –και στο οπτικό πεδίο του θεατή– ως μια κάθετη τομή, ως ένα στοιχείο που διαχωρίζει την ίδια στιγμή που συνενώνει. ‘Συρράπτοντας’ μεταξύ τους ποικίλες ζώνες χρονικότητας, αναπαριστά διαφορετικά, αν και παράλληλα, χρονικά πλαίσια.
Στο φόντο, μια σειρά φωτοτυπιών στις οποίες η καλλιτέχνις έχει επέμβει –όπως φαίνεται από τον γραφικό χαρακτήρα της στα ονόματα και τους αριθμούς που αναγράφονται επάνω τους– έχει τοποθετηθεί απευθείας στον τοίχο. Στην περίπτωση αυτή, κάθε φωτοτυπία αποτελεί ένα μεμονωμένο στοιχείο που έρχεται να πάρει τη θέση του σε ένα σύστημα διευθέτησης της αδιάκοπης αυτής ροής πληροφοριών. Το απείθαρχο αυτό πλέγμα οπτικών δεδομένων δημιουργεί μια εντυπωσιακά πολυδιάστατη εικόνα όπου, και πάλι, η επικοινωνία και η ταξινόμηση αποδεικνύονται αδύνατες. Μπορεί ο θεατής να αναζητήσει πιθανές συνδέσεις μεταξύ της επίτοιχης εγκατάστασης και της κολώνας, το ιδιοφυές στην κατασκευή του, ωστόσο, σύστημα της Παπασπύρου παράγει συνεχώς νέες μεταθέσεις στον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία του συνδέονται, ή αποσυνδέονται, διασταυρώνονται, ή προσπερνούν το ένα το άλλο.
Τμήματα που αποκολλήθηκαν από τις επιφάνειες των τοίχων στο γραφείο της πολεοδομίας, τοποθετούνται επάνω σε ένα φύλλο πλεξιγκλάς σαν γλυπτικό αποτύπωμα σχεδόν του χώρου από τον οποίο προήλθαν. Η Παπασπύρου συντάσσει το χρονικό του ‘μετά’ ενός εργασιακού χώρου –ενός χώρου που αναδύεται εν μέρει μέσα από το ίχνος μιας συνεχιζόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας όπως την καταδεικνύουν τα γραπτά αυτά σημεία– καθιστώντας ορατά μέσω αυτού τα σημάδια κατοίκησής του (αλλά και βανδαλισμού του) από τους πρώην εργαζόμενους. Στο συγκεκριμένο έργο η καλλιτέχνις μεγεθύνει κυριολεκτικά τον ιστό των συνδέσεων που εκπηγάζουν από και κατευθύνονται προς πλήθος διαφορετικών κατευθύνσεων και μεταλλάσσει τη συνήθη τάξη πραγμάτων θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη θέση του υποκειμένου στον κοινωνικό χώρο.
Όπως πάντα, αντί να παραδοθεί σε σχηματικές ασκήσεις, ή να εικονογραφήσει απλώς μια ιστορία, η Παπασπύρου προσεγγίζει την αφήγηση αντιστεκόμενη παράλληλα –και μόνιμα– σε αυτή. Δημιουργεί την τέχνη της σκαλίζοντας βαθύτερα από την επιφάνεια των πραγμάτων και εκσκάπτοντας τεκμήρια από διαφορετικούς χώρους. Η πνευματική αυστηρότητα και οπτική δυναμική του έργου της ταυτίζονται με την κατ’ εξακολούθηση διερεύνηση των δυνατοτήτων της επανάληψης, στο πλαίσιο της οποίας, όπως απέδειξε και η Γερτρούδη Στάιν, τίποτε δεν επαναλαμβάνεται αληθινά. Κάθε έργο αποτελεί μια δυνάμει μετωνυμία, είναι παράδειγμα μιας ακατάληκτης διακειμενικότητας, αλλά παραμένει πεισματικά μοναδικό.
Ξένια Καλπακτσόγλου, Μάρτιος 2012
Μετάφραση από το αγγλικό: Μαρία Σκαμάγκα
Recall
Rena Papaspyrou’s practice is replete with cross-connections and endless loops of reference. To do justice to the entire body of her work one would need to be constantly jumping back and forward in time, in a series of flashbacks, back-tracks and cross-cuts. Focusing on scattered details by collecting debris left behind (paper, metal etc) and detaching fragments of wall surfaces, manipulating materials and photocopies, her meticulous compositions create micro landscapes of clues and visual intrigue with an uncanny depth of field. Scrap upon scrap, literal and symbolic elements are assembled and mixed together without any sense of hierarchy presenting materials as materials and at the same time disrupting that equivalency.
Her complex oeuvre can certainly be appreciated as a record of time’s passage, an insistence on matter and ephemerality, on the temporality of experience, while it is also tempting to read her ‘reversed’ images as an allegory. However, the viewer who’s willing to delve deeper realizes that in fact, these observations could come secondary to the overall iteration that characterizes her practice.
Papaspyrou’s current work conjures up an unstable landscape of possible readings and associations where writing becomes drawing and drawing becomes a process of projection and assumption.
A ceiling high Perspex column, comprising arrangements of photocopied scraps of walls (found in the former urban planning offices) with various actual and fictional telephone numbers and names written on them by the artist, sets the tone of the exhibition. The piece’s strength arrives by way of the shifts in the shaped widths of the photocopies used – wider at the top, then gradually and discreetly narrowing in the middle and at the edges of each of its four corners. This systematic over-accumulation begins a successful process of concurrent stimulation and breakdown of communication, as names and numbers run together so closely making the viewer conscious of the unusable listings. At the same time, because of the various photocopy attempts she undertook, certain colors provide a disorienting lusciousness to the paper.
Far from conveying a monumental solidity, this double-sided screen raises a vertical cut right in the exhibition space and through the field of vision, but it manages to simultaneously separate and suture. Acting as a “seam” between the various zones of temporality, it represents different, albeit coexistent, timelines.
In the background, a series of manipulated photocopies, filled with similarly hand written names and numbers, are placed directly on the wall. In this case, every photocopy becomes a singular element fitted into a system that arranges this constant stream of information. This unruly grid of visual data creates a remarkably diverse image where once again exchange and classification is impossible. The viewer might be on the lookout for links between the wall installation and the column but there lurks Papaspyrou’s ingeniously constructed system which produces new permutations on how things connect or disconnect, cross paths or bypass.
Almost like sculptural slices of the site they originate in, fragments of the original office wall surface are pasted onto a Perspex sheet. As Papaspyrou chronicles the aftermath of a working space-and part of that terrain is revealed in the traces of ongoing human activity shown in these writings- signs of the habitation of (and vandalism by) former employees are made evident. In this piece she literally amplifies the spidery network of multi-directional connections and transforms the ordinary state of things by questioning the place of the individual in social space.
As always, rather than sliding off into schematic exercises or simply illustrating a story, Papaspyrou approaches a narrative but always resists it. She makes her art by scraping the surface of things and digging out evidence from different sites.
The intellectual rigor and visual energy of her work is that her projects continue probing the possibilities of repetition, which, as Gertrude Stein proved, never really repeats. Each work is potentially metonymic, endlessly intertextual but resolutely singular.
Xenia Kalpaktsoglou, March 2012